Greek Meaning of hesitating
Διστακτικός
Other Greek words related to Διστακτικός
- ασκόπως
- αμφίθυμος
- τυχαίος
- τρεμάμενος
- δισταγμός
- Διστακτικός
- διστακτικός
- δισταγμός
- Αρκετός
- αποσπασματικός
- επικίνδυνος
- ασταθής
- τυχαίος
- τυχαίος
- ασυνεπής
- διασκορπισμένο
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- αβέβαιος
- αναξιόπιστος
- απρόβλεπτος
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- ασταθής
- προσαρμοστικός
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- ασταθής
- ακανόνιστος
- υδραργυρικός
- φορητός
- μεταβλητός
- Πρωτεϊκός
- νευρικός
- _ιδιότροπος_
- ανήσυχος
- ασταθής
- ασταθής
- μεταβλητή
- Ευέλικτος
- τρεμοπαίζων
Nearest Words of hesitating
Definitions and Meaning of hesitating in English
hesitating (s)
lacking decisiveness of character; unable to act or decide quickly or firmly
hesitating (p. pr. & vb. n.)
of Hesitate
FAQs About the word hesitating
Διστακτικός
lacking decisiveness of character; unable to act or decide quickly or firmlyof Hesitate
ασκόπως,αμφίθυμος,τυχαίος,τρεμάμενος,δισταγμός,Διστακτικός,διστακτικός,δισταγμός,Αρκετός,αποσπασματικός
βέβαιος,σταθερά,ακόμα,αμετάβλητος,προβλέψιμος,εγκαταστημένος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος
hesitater => διστακτικός, hesitated => δίσταζε, hesitate => Διστάζω, hesitantly => Διστακτικά, hesitant => διστακτικός,