Greek Meaning of fluctuating

διακυμάνσεις

Other Greek words related to διακυμάνσεις

Definitions and Meaning of fluctuating in English

Wordnet

fluctuating (s)

having unpredictable ups and downs

Webster

fluctuating (p. pr. & vb. n.)

of Fluctuate

FAQs About the word fluctuating

διακυμάνσεις

having unpredictable ups and downsof Fluctuate

μεταβλητός,απρόβλεπτος,ασταθής,μεταβλητή,ασταθής,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,ασταθής,ευμετάβλητος,Ρευστό

βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,εγκαταστημένος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος

fluctuated => διακυμαίνονταν, fluctuate => Προς το παρόν, fluctuant => κυμαινόμενος, fluctuability => διακύμανση, fluctisonous => διακυματικός,