Greek Meaning of arbitrary
Αρκετός
Other Greek words related to Αρκετός
- αλαζόνας
- αυταρχικός
- δικτατορικός
- κυρίαρχος
- ασυνεπής
- άδικος
- παράλογος
- εσκεμμένος
- Καπριτσιόζος
- επιτακτικός
- απαιτητικός
- Αφέντης
- ασταθής
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- αλαζόνας
- αυταρχικός
- ολοκληρωτικός
- τυραννικός
- άνισος
- άδικος
- εκούσιος
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- προκατειλημμένος
- μεταβλητός
- δεσποτικός
- Υπερόπτης
- επιτακτικός
- Άδικο
- εύγενος
- αριστοτεχνικός
- υδραργυρικός
- μεροληπτικός
- αυθάδης
- τυραννικός
- τυραννικός
- ανήθικος
- ανήθικος
- Ασυνείδητος
- μη ρεαλιστικό
- Αδίστακτος
- Καприτσιόζος
Nearest Words of arbitrary
Definitions and Meaning of arbitrary in English
arbitrary (a)
based on or subject to individual discretion or preference or sometimes impulse or caprice
arbitrary (a.)
Depending on will or discretion; not governed by any fixed rules; as, an arbitrary decision; an arbitrary punishment.
Exercised according to one's own will or caprice, and therefore conveying a notion of a tendency to abuse the possession of power.
Despotic; absolute in power; bound by no law; harsh and unforbearing; tyrannical; as, an arbitrary prince or government.
FAQs About the word arbitrary
Αρκετός
based on or subject to individual discretion or preference or sometimes impulse or capriceDepending on will or discretion; not governed by any fixed rules; as,
αλαζόνας,αυταρχικός,δικτατορικός,κυρίαρχος,ασυνεπής,άδικος,παράλογος,εσκεμμένος,Καπριτσιόζος,επιτακτικός
ισορροπημένος,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,αμερόληπτος,μόνο,ακομμάτιστος
arbitrarious => Αβάσιμος, arbitrariness => αυθαιρεσία, arbitrarily => αυθαίρετα, arbitrament => διαιτησία, arbitral => διαιτητική,