Greek Meaning of arbitrated

διαιτησία

Other Greek words related to διαιτησία

Definitions and Meaning of arbitrated in English

Webster

arbitrated (imp. & p. p.)

of Arbitrate

FAQs About the word arbitrated

διαιτησία

of Arbitrate

καταδικάστηκε,αποφασισμένο,αποφάσισε,αποφασισμένος,καταδικασμένος,Επιλεγμένο,εγκαταστημένος,κατέληξε,θεωρούμενος,θεωρείται

αμφίβολος,περιφραγμένο,φουστα,διστακτικός

arbitrate => Διαιτητεύω, arbitrary => Αρκετός, arbitrarious => Αβάσιμος, arbitrariness => αυθαιρεσία, arbitrarily => αυθαίρετα,