Greek Meaning of ruled (on)

αποφάσισε (για)

Other Greek words related to αποφάσισε (για)

Definitions and Meaning of ruled (on) in English

ruled (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word ruled (on)

αποφάσισε (για)

αποφάσισε,αποφασισμένος,καταδικασμένος,εγκαταστημένος,καταδικάστηκε,αποφασισμένο,διαιτησία,κατέληξε,θεωρούμενος,θεωρείται

αμφίβολος,περιφραγμένο,φουστα,διστακτικός

rule (on) => κανόνας (σε), ruins => ερείπια, ruinations => ερείπια, ruinating => καταστροφικός, ruinated => ερειπωμένο,