Greek Meaning of ruling (on)

απόφαση για (κάτι)

Other Greek words related to απόφαση για (κάτι)

Definitions and Meaning of ruling (on) in English

ruling (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word ruling (on)

απόφαση για (κάτι)

αποφασίζοντας,υπισχνόμενος,κρίνοντας,κατακάθιση,κρίση,κρίνοντας,διαιτητικός,τελικός,δεδομένου ότι,(υπέρ ή εναντίον) εύρημα

Εμπλοκή,χαμηλότερα πατώματος,Αμφίβολος,βεβαιολογώ

rules out => αποκλείει, rules => κανόνες, rulers => χάρακες, ruled out => αποκλείστηκε, ruled (on) => αποφάσισε (για),