Greek Meaning of refereeing

διαιτησία

Other Greek words related to διαιτησία

Definitions and Meaning of refereeing in English

Wordnet

refereeing (n)

the act of umpiring

FAQs About the word refereeing

διαιτησία

the act of umpiring

κρίνοντας,διαιτητικός,αποφασίζοντας,υπισχνόμενος,κρίνοντας,κατακάθιση,Διαιτησία,κρίση,δεδομένου ότι,ακρόαση

Εμπλοκή,χαμηλότερα πατώματος,Αμφίβολος,βεβαιολογώ

referee => Διαιτητής, referable => παραπομπής, refer => Αναφέρω, refel => αντανακλαστικό, refectory table => Τραπέζι εστιατορίου,