Greek Meaning of hedging
Εμπλοκή
Other Greek words related to Εμπλοκή
- καθυστερημένος
- καθυστερημένος
- αμφίβολος
- διστακτικός
- Διστακτικός
- κατάλληλος
- απρόθυμος
- ανθεκτικό
- προσωρινός
- αβέβαιος
- απρόθυμος
- αποστασιοποιημένος
- αμφίβολος
- εξαναγκαστικός
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- επιπόλαιος
- συγκρατημένος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- απρόθυμος
- χλιαρός
- αδιάφορος
- χλιαρός
- άψυχος
- Χλιαρός
- απρόθυμος
- αδιάφορος
- μη ενθουσιασμένος
- αδιάφορος
Nearest Words of hedging
Definitions and Meaning of hedging in English
hedging (n)
any technique designed to reduce or eliminate financial risk; for example, taking two positions that will offset each other if prices change
an intentionally noncommittal or ambiguous statement
hedging (p. pr. & vb. n.)
of Hedge
FAQs About the word hedging
Εμπλοκή
any technique designed to reduce or eliminate financial risk; for example, taking two positions that will offset each other if prices change, an intentionally n
καθυστερημένος,καθυστερημένος,αμφίβολος,διστακτικός,Διστακτικός,κατάλληλος,απρόθυμος,ανθεκτικό,προσωρινός,αβέβαιος
γενναιόδωρος,εγκάρδιος,φλογερός,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιώδης,φλογερό,παθιασμένος,απότομος,παθιασμένος
hedgerow => Φράκτης, hedger => κερδοσκόπος, hedgepig => σκαντζόχοιρος, hedgeless => χωρίς αντιστάθμιση, hedgehop => hedgehop,