Greek Meaning of exuberant
ενθουσιώδης
Other Greek words related to ενθουσιώδης
- ανθρακούχος
- πλευστό
- εκστατικός
- αφρώδης
- χαρούμενος
- ζωηρός
- Ζωντανός
- θορυβώδης
- έντονος
- Ελαστικό
- ανέμελος
- μπιέλα
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- σκανδαλίζω
- παιχνιδιάρικο
- παιχνιδιάρης
- ομοφυλόφιλος
- ζαλισμένος
- με καλή διάθεση
- ανέμελος
- Στίχοι
- εξωστρεφής
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- Ζωηρός
- απελευθερωμένος
- Θρασύς
- θρασύς
- θρασύς
- ευφορικός
- ανέμελος
- αναιδής
- Θρασύς
- θρασύς
- ανέμελος
- εκστατικός
- ατίθαση
- θρασύς
- υπερβολικά ενθουσιώδης
Nearest Words of exuberant
Definitions and Meaning of exuberant in English
exuberant (s)
joyously unrestrained
unrestrained, especially with regard to feelings
produced or growing in extreme abundance
exuberant (a.)
Characterized by abundance or superabundance; plenteous; rich; overflowing; copious or excessive in production; as, exuberant goodness; an exuberant intellect; exuberant foliage.
FAQs About the word exuberant
ενθουσιώδης
joyously unrestrained, unrestrained, especially with regard to feelings, produced or growing in extreme abundanceCharacterized by abundance or superabundance; p
ανθρακούχος,πλευστό,εκστατικός,αφρώδης,χαρούμενος,ζωηρός,Ζωντανός,θορυβώδης,έντονος,Ελαστικό
περιορισμένος,ανασταλμένος,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,ήρεμος,κατσούφης,καταθλιπτικός,κατσούφης,αναίσθητος,καταβεβλημένος
exuberancy => υπεροχή, exuberance => υπερβολή, extumescence => Οίδημα, extuberation => εξόγκωμα, extuberate => κοκκώδης,