Greek Meaning of gay
ομοφυλόφιλος
Other Greek words related to ομοφυλόφιλος
- ενεργός
- κινούμενη εικόνα
- κινούμενη
- ζωηρός
- Ενεργητικός
- ζωηρός
- Ευέλικτος
- αέρινος
- ξύπνιος
- ανάκαμψη
- φωτεινό
- χαρούμενος
- καλοντυμένος
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- ζωηρός
- ζωηρός
- τζαζ
- κινητικός
- Ανδρείος
- εν κινήσει
- ζωηρός
- pithani
- θρασύς
- παιχνιδιάρικο
- πικάντικο
- Ξύλο
- ζωηρός
- Ζωηρός
- ελαστικός
- Ζωτικός
- Ζωντανός
- ζωηρός
- σπινθηροβόλος
- ανυπόμονος
- συναγερμός
- θορυβώδης
- ανθρακούχος
- πλευστό
- χαρούμενος
- κεφάτος
- κελαηδιστός
- αριστοκρατικός
- ενθουσιώδης
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- παιχνιδιάρικο
- με καλή διάθεση
- νευρικός
- σκανταλιάρης
- απότομος
- αγχωμένος
- εύστροφος
- Με ανοιχτά μάτια
- νευρικός
- Ζωηρό
- Λαμπερό
- φανταχτερός
- ζωηρός
- πάνω
- αισιόδοξο
- ξύπνιος
- παιχνιδιάρικο
- εντυπωσιακό
- ピザ·ペパロニ
Nearest Words of gay
Definitions and Meaning of gay in English
gay (n)
someone who is sexually attracted to persons of the same sex
gay (s)
bright and pleasant; promoting a feeling of cheer
full of or showing high-spirited merriment
given to social pleasures often including dissipation
brightly colored and showy
offering fun and gaiety
homosexual or arousing homosexual desires
gay (superl.)
Excited with merriment; manifesting sportiveness or delight; inspiring delight; livery; merry.
Brilliant in colors; splendid; fine; richly dressed.
Loose; dissipated; lewd.
gay (n.)
An ornament
FAQs About the word gay
ομοφυλόφιλος
someone who is sexually attracted to persons of the same sex, bright and pleasant; promoting a feeling of cheer, full of or showing high-spirited merriment, giv
ενεργός,κινούμενη εικόνα,κινούμενη,ζωηρός,Ενεργητικός,ζωηρός,Ευέλικτος,αέρινος,ξύπνιος,ανάκαμψη
νεκρός,αδρανής,Αβίο,νωθρός,τεμπέλης,μολυβένιος,άψυχο,κουτσός,αδιάφορος,αδιάφορος
gawp => χάσκω, gawn => νυχτικό, gawky => άχαρος, gawkiness => Αδεξιότητα, gawker => περίεργος,