Greek Meaning of wide-awake
ξύπνιος
Other Greek words related to ξύπνιος
Nearest Words of wide-awake
- wideband => Ευρυζωνική
- wide-body => Ευρείας ατράκτου
- widebody aircraft => Ευρυχωρο αεροσκάφος
- wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο
- wide-eyed => με διάπλατα μάτια
- widegap => Μεγάλο κενό
- widegrip pushup => Πιέσεις με ευρεία λαβή
- widely => ευρέως
- widely distributed => ευρέως διαδεδομένη
- widen => διευρύνω
Definitions and Meaning of wide-awake in English
wide-awake (s)
fully awake
fully alert and watchful
wide-awake (a.)
Fully awake; not drowsy or dull; hence, knowing; keen; alert.
wide-awake (n.)
A broad-brimmed, low-crowned felt hat.
FAQs About the word wide-awake
ξύπνιος
fully awake, fully alert and watchfulFully awake; not drowsy or dull; hence, knowing; keen; alert., A broad-brimmed, low-crowned felt hat.
ξύπνιος,άγρυπνος,ξύπνιος,άυπνος,άυπνος,περίπου,διεγερμένος,ενθουσιασμένος,ενήμερος,συνειδητός
κοιμισμένος,αδρανής,Υπνηλία,μεσημεριανό ύπνο,κούνημα,ξεκούραστος,κοιμάται,νυσταγμένος,αμετανόητος,νυσταγμένος
wide-angle lens => Ευρυγώνιος φακός, wide-angle => ευρυγώνιος, wide wale => φαρδύς wale, wide screen => Ευρεία οθόνη, wide of the mark => Μακριά από το στόχο,