FAQs About the word widely distributed

ευρέως διαδεδομένη

growing or occurring in many parts of the world

No synonyms found.

No antonyms found.

widely => ευρέως, widegrip pushup => Πιέσεις με ευρεία λαβή, widegap => Μεγάλο κενό, wide-eyed => με διάπλατα μάτια, wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο,