Greek Meaning of widened
διευρυμένο
Other Greek words related to διευρυμένο
- διευρυμένη
- επεκταθεί
- εντατικοποιημένος
- Ενισχυμένο
- ενοποιημένο
- deepened
- επιμήκης
- βελτιωμένο
- διευρυμένο
- διευρυμένο
- επιμήκης
- ενισχυμένη
- Ενισχυμένο
- τονισμένη
- προστέθηκε (στο)
- ενισχυμένοι
- ενισχυμένο
- κατασκευασμένος
- τονισμένος
- επιβεβλημένος
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- μεγιστοποιημένος
- μυτερή (πάνω)
- Διπλασιάστηκε
- ενισχυμένο
- ακονισμένο
- Τονισμένος
- αγχωμένος
- τεντωμένος
- συμπληρωματικός
- πρησμένος
Nearest Words of widened
- widen => διευρύνω
- widely distributed => ευρέως διαδεδομένη
- widely => ευρέως
- widegrip pushup => Πιέσεις με ευρεία λαβή
- widegap => Μεγάλο κενό
- wide-eyed => με διάπλατα μάτια
- wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο
- widebody aircraft => Ευρυχωρο αεροσκάφος
- wide-body => Ευρείας ατράκτου
- wideband => Ευρυζωνική
Definitions and Meaning of widened in English
widened (imp. & p. p.)
of Widen
FAQs About the word widened
διευρυμένο
of Widen
διευρυμένη,επεκταθεί,εντατικοποιημένος,Ενισχυμένο,ενοποιημένο,deepened,επιμήκης,βελτιωμένο,διευρυμένο,διευρυμένο
στενός,μειωμένος,ελαττωμένος,λιγότερο,Στενεμένο (προς τα κάτω),μειωμένη,εξασθενημένος,ήρεμος,χαλάρωσε (κάτι),ήρεμος (κάτω)
widen => διευρύνω, widely distributed => ευρέως διαδεδομένη, widely => ευρέως, widegrip pushup => Πιέσεις με ευρεία λαβή, widegap => Μεγάλο κενό,