FAQs About the word lengthened

επιμήκης

drawn out or made longer spatiallyof Lengthen

διευρυμένο,αυξημένος,παρατεταμένος,τεντωμένος,έσυρε (έξω),έβγαλε,επιμήκης,διευρυμένο,επεκταθεί,απλωμένο

περικομμένος,κόβω,μειωμένος,ελαττωμένος,μειωμένη,συντομευμένο,συντομευμένος,συντομευμένο,μείωση,λιγότερο

lengthen => επιμηκύνω, length of service => υπηρεσιακή αρχαιότητα, length => μήκος, lengest => περισσότερο, lenger => Μακρύτερος,