Greek Meaning of reduced

μειωμένη

Other Greek words related to μειωμένη

Definitions and Meaning of reduced in English

Wordnet

reduced (a)

made less in size or amount or degree

Wordnet

reduced (s)

well below normal (especially in price)

Webster

reduced (imp. & p. p.)

of Reduce

FAQs About the word reduced

μειωμένη

made less in size or amount or degree, well below normal (especially in price)of Reduce

έκπτωση,σε έκπτωση,μειωμένος,μέτριος,προσιτό,Προϋπολογισμός,κοψοχρονιά,εκποίηση,φτηνός,λογικός

δαπανηρός,αγαπητέ/αγαπητή,ντελούξ,ακριβός,υψηλός,αυξημένος,φουσκωμένο,πολύτιμος,premium,ακριβός

reduce => μειώνω, redub => Επαναγύριση, redtop => Ρενττόπ, redthroat => Κοκκινολαίμης τσίχλονα, red-tapist => γραφειοκράτης,