Greek Meaning of reducible
αναγώγιμος
Other Greek words related to αναγώγιμος
Nearest Words of reducible
- reducer => αναγωγικό μέσο
- reducent => Αναγωγικός παράγοντας
- reducement => μείωση
- reduced instruction set computing => Επεξεργαστής με μειωμένο σύνολο εντολών
- reduced instruction set computer => Υπολογιστής με μειωμένο σύνολο εντολών
- reduced => μειωμένη
- reduce => μειώνω
- redub => Επαναγύριση
- redtop => Ρενττόπ
- redthroat => Κοκκινολαίμης τσίχλονα
Definitions and Meaning of reducible in English
reducible (a)
capable of being reduced
reducible (a.)
Capable of being reduced.
FAQs About the word reducible
αναγώγιμος
capable of being reducedCapable of being reduced.
υποβαθμίζω,Υποβαθμίσετε,Σπάω,προτομή,μπορώ,απολύω,υποβιβάζω,Υποβιβασμός,μείωση,απόλυση
πρόοδος,προωθώ,ανυψώνω,ανυψώνω,προσλαμβάνω
reducer => αναγωγικό μέσο, reducent => Αναγωγικός παράγοντας, reducement => μείωση, reduced instruction set computing => Επεξεργαστής με μειωμένο σύνολο εντολών, reduced instruction set computer => Υπολογιστής με μειωμένο σύνολο εντολών,