Greek Meaning of discounted
σε έκπτωση
Other Greek words related to σε έκπτωση
Nearest Words of discounted
- discountable => εκπτωτικό
- discount store => Κατάστημα εκπτώσεων
- discount rate => Ποσοστό έκπτωσης
- discount house => Κατάστημα εκπτώσεων
- discount chain => Αλυσίδα εκπτώσεων
- discount business => Επιχείρηση με έκπτωση
- discount => έκπτωση
- discounsel => αποθαρρύνω
- discotheque => Δισκοθήκη
- discost => ντισκομπάλα
- discountenance => αποθαρρύνω
- discountenanced => αποθαρρυμένος
- discountenancer => απογοητευτικό
- discountenancing => αποθαρρυντικό
- discounter => Κατάστημα εκπτώσεων
- discounting => έκπτωση
- discourage => αποθαρρύνω
- discourageable => αποθαρρυνόμενος
- discouraged => αποθαρρυμένος
- discouragement => Αποθάρρυνση
Definitions and Meaning of discounted in English
discounted (imp. & p. p.)
of Discount
FAQs About the word discounted
σε έκπτωση
of Discount
έκπτωση,μειωμένος,μειωμένη,προσιτό,Προϋπολογισμός,φτηνός,εκποίηση,φτηνός,μέτριος,δημοφιλής
δαπανηρός,αγαπητέ/αγαπητή,ντελούξ,ακριβός,υψηλός,αυξημένος,φουσκωμένο,πολύτιμος,premium,ακριβός
discountable => εκπτωτικό, discount store => Κατάστημα εκπτώσεων, discount rate => Ποσοστό έκπτωσης, discount house => Κατάστημα εκπτώσεων, discount chain => Αλυσίδα εκπτώσεων,