Greek Meaning of unreasonable

παράλογος

Other Greek words related to παράλογος

Definitions and Meaning of unreasonable in English

Wordnet

unreasonable (a)

not reasonable; not showing good judgment

Wordnet

unreasonable (s)

beyond normal limits

Webster

unreasonable (a.)

Not reasonable; irrational; immoderate; exorbitant.

FAQs About the word unreasonable

παράλογος

not reasonable; not showing good judgment, beyond normal limitsNot reasonable; irrational; immoderate; exorbitant.

παράλογο,αβάσιμος,αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,Αβάσιμος,περιττός,αβάσιμος,αβάσιμος

καλός,σκληρός,δικαιολογημένη,λογικός,αιτιολογημένος,έγκυρος,πραγματικός,βέβαιος,πιστοποιημένο,επιβεβαιωμένο

unreason => παράλογο, unreally => εξωπραγματικά, unrealized => αχρησιμοποίητο, unrealize => μη πραγματοποιημένο, unrealizable => μη επιτεύξιμος,