Greek Meaning of unsubstantiated

αβάσιμος

Other Greek words related to αβάσιμος

Definitions and Meaning of unsubstantiated in English

Wordnet

unsubstantiated (s)

unsupported by other evidence

FAQs About the word unsubstantiated

αβάσιμος

unsupported by other evidence

αβάσιμος,Αβάσιμος,παράλογος,μη υποστηριζόμενο,παράλογο,αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό

πιστοποιημένο,επιβεβαιωμένο,καλός,σκληρός,μόνο,δικαιολογημένη,λογικός,αιτιολογημένος,έγκυρος,τεκμηριωμένος

unsubstantialize => αβάσιμος, unsubstantialise => εφήμερος, unsubstantial => Άυλος, unsubmissive => ατίθασος, unsubdued => ανυπότακτος,