Greek Meaning of unnecessary
περιττός
Other Greek words related to περιττός
Nearest Words of unnecessary
Definitions and Meaning of unnecessary in English
unnecessary (a)
not necessary
FAQs About the word unnecessary
περιττός
not necessary
Περιττός,επιπλέον,άσχετος,περιττός,μη ουσιώδης,προαιρετικό,περιττός,αδικαιολόγητος,διακριτικός,προαιρετικό
ουσιαστικός,σημαντικός,απαραίτητος,απαιτούμενο,κρίσιμος,αναντικατάστατος,αναγκαίος,απαραίτητος,επείγον,Ζωτικός
unnecessarily => περιττά, unnear => μακρυά, unnavigable => Αδιάπλουτος, unnature => αφύσικος, unnaturalness => αφύσικοτητα,