Greek Meaning of irrelevant

άσχετος

Other Greek words related to άσχετος

Definitions and Meaning of irrelevant in English

Wordnet

irrelevant (a)

having no bearing on or connection with the subject at issue

FAQs About the word irrelevant

άσχετος

having no bearing on or connection with the subject at issue

εκτός θέματος,περιττός,άυλος,αναιδής,μη εφαρμόσιμα,αναντίστοιχος,ακατάλληλος,άσχετος,άνευ σημασίας,άχρηστος

εφαρμόσιμο,σημαντικός,σχετικός,σχετικός,επίκαιρος,σημαντικός,κατάλληλος,κατάλληλος,παρεμπιπτόντως,Σχετικό

irrelevancy => ασχετοσύνη, irrelevance => Ανασφάλεια, irrelavant => άσχετος, irrelavancy => μη σχετικός, irrelavance => Ασχεσία,