Greek Meaning of meaningful
ουσιαστικό
Other Greek words related to ουσιαστικό
Nearest Words of meaningful
Definitions and Meaning of meaningful in English
meaningful (a)
having a meaning or purpose
FAQs About the word meaningful
ουσιαστικό
having a meaning or purpose
εύγλωττος,εκφραστικός,έννοια,αποκαλυπτικός,υποδηλωτικός,γραφικός,Γραφικός,έγκυος,υπενθυμιστικό,αποκαλυπτικός
ανέκφραστος
meaning => έννοια, meanie => κακός άνθρωπος, meandry => μαιάνδρος, meandrous => Ελικοειδής, meandrina => Μαιανδρίνα,