Greek Meaning of meaningfulness
νοηματοδότηση
Other Greek words related to νοηματοδότηση
Nearest Words of meaningfulness
Definitions and Meaning of meaningfulness in English
meaningfulness (n)
the quality of having great value or significance
FAQs About the word meaningfulness
νοηματοδότηση
the quality of having great value or significance
πειστικότητα,συναίσθημα,αποφασιστικότητα,ένταση,πειθώ,πειστικότητα,θερμότητα,Ζήλος,απαγγελία,Εξοχών
Ασαφεία
meaningfully => ουσιαστικά, meaningful => ουσιαστικό, meaning => έννοια, meanie => κακός άνθρωπος, meandry => μαιάνδρος,