Greek Meaning of power
δύναμη
Other Greek words related to δύναμη
- χρέωση
- ηλεκτροδοτώ
- ενεργοποιώ
- φωτιά
- καύσιμο
- παράγω
- σπρώχνω
- ενεργοποιώ
- ενεργοποιώ
- εκφόρτιση
- οδήγηση
- Εκτόξευση
- κινώ
- Ενεργοποίηση εκ νέου
- επαναφόρτιση
- Απελευθέρωση
- τρέχω
- ξεκινώ
- σπινθήρας
- αρχή
- διεγείρω
- διακόπτης
- Εκκινώ
- σκανδάλη
- ταξίδι
- ανάβω
- αναποδογυρίζω
- μανιβέλα (πάνω)
- κλωτσιά
- επιταχύνω
- ξυπνώ
- καταλύω
- Διέγερση
- ανάψω
- παροτρύνω
- υποκινώ
- εκκίνηση
- κλωτσιά για εκκίνηση
- προκαλώ
- επιταχύνω
- αυξάνω
- ανακατεύω
- ζωογονώ
- επιταχύνω
Nearest Words of power
- power brake => σερβοφρένο
- power breakfast => Δυναμικό πρωινό
- power broker => Μεσολαβητής εξουσίας
- power cable => Καλώδιο ρεύματος
- power company => Εταιρεία ηλεκτρισμού
- power cord => Καλώδιο ρεύματος
- power couple => Δυναμικό ζευγάρι
- power dive => Κατακόρυφη πτώση
- power drill => Τρυπάνι
- power failure => Διακοπή ρεύματος
Definitions and Meaning of power in English
power (n)
possession of controlling influence
(physics) the rate of doing work; measured in watts (= joules/second)
possession of the qualities (especially mental qualities) required to do something or get something done
(of a government or government official) holding an office means being in power
one possessing or exercising power or influence or authority
a mathematical notation indicating the number of times a quantity is multiplied by itself
physical strength
a state powerful enough to influence events throughout the world
energy made available by the flow of electric charge through a conductor
a very wealthy or powerful businessman
power (v)
supply the force or power for the functioning of
FAQs About the word power
δύναμη
possession of controlling influence, (physics) the rate of doing work; measured in watts (= joules/second), possession of the qualities (especially mental quali
χρέωση,ηλεκτροδοτώ,ενεργοποιώ,φωτιά,καύσιμο,παράγω,σπρώχνω,ενεργοποιώ,ενεργοποιώ,εκφόρτιση
Φρένο,έλεγχος,κόβω,αποκόβω,κόβω,απενεργοποιώ,σταματάω,απενεργοποίηση,σύλληψη,απενεργοποιήσετε
powell => Πάουελ, powdery-blue => Γαλάζιο, powdery mildew => Ωίδιο, powdery => πουδρώδης, powder-puff => πούδρα,