Greek Meaning of deactivate
απενεργοποιήσετε
Other Greek words related to απενεργοποιήσετε
Nearest Words of deactivate
Definitions and Meaning of deactivate in English
deactivate (v)
remove from active military status or reassign
make inactive
FAQs About the word deactivate
απενεργοποιήσετε
remove from active military status or reassign, make inactive
Φρένο,απενεργοποιώ,Αποσυναρμολογώ,ραβδί,απενεργοποίηση,σύλληψη,αποκόβω,συντάσσειν,(απενεργοποιήστε) flick,σταματώ
ενεργοποιώ,οδήγηση,παράγω,κινώ,δύναμη,προωθώ,σπρώχνω,τρέχω,ξεκινώ,αρχή
deaconship => διακονία, deaconry => διακονία, deaconhood => διακονία, deaconess => διακόνισσα, deacon => διάκονος,