Greek Meaning of propel
προωθώ
Other Greek words related to προωθώ
Nearest Words of propel
Definitions and Meaning of propel in English
propel (v)
cause to move forward with force
give an incentive for action
FAQs About the word propel
προωθώ
cause to move forward with force, give an incentive for action
οδήγηση,σπρώχνω,ώθηση,ώθηση,κινώ,πιέζω (κάτω),αναγκάζω,συμπιέζω,καταθλίβω,δύναμη
έλεγχος,περιορίζω,περιέχει,έλεγχος,Πεζοδρόμιο,αναστέλλω,ρυθμίζω,Αναχαιτίζω,χαλινάρι,συγκρατώ
proparoxytone => προπαροξύτονος, propanone => Προπανόνη, propanolol => Προπρανολόλη, propanol => προπανόλη, propanoic acid => προπανικό οξύ,