FAQs About the word propel

προωθώ

cause to move forward with force, give an incentive for action

οδήγηση,σπρώχνω,ώθηση,ώθηση,κινώ,πιέζω (κάτω),αναγκάζω,συμπιέζω,καταθλίβω,δύναμη

έλεγχος,περιορίζω,περιέχει,έλεγχος,Πεζοδρόμιο,αναστέλλω,ρυθμίζω,Αναχαιτίζω,χαλινάρι,συγκρατώ

proparoxytone => προπαροξύτονος, propanone => Προπανόνη, propanolol => Προπρανολόλη, propanol => προπανόλη, propanoic acid => προπανικό οξύ,