Greek Meaning of rein (in)
συγκρατώ
Other Greek words related to συγκρατώ
- περιέχει
- έλεγχος
- Πεζοδρόμιο
- κρατάω
- ρυθμίζω
- Αναχαιτίζω
- χαλινάρι
- έλεγχος
- πνίγομαι (πίσω)
- περιορίζω
- κυβερνάω
- κρατώ
- απέχω
- αναστέλλω
- μέτρο
- να περάσει
- Κανόνας
- πνίγω
- σταματάω
- καταπιέζω
- εξημερώνω
- σύλληψη
- μπλοκ
- μπουκάλι (πάνω)
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- διακόπτης
- Κιμάς
- πνίγω
- εμποδίζω
- τσέπη
- καταπιέζω
- σιωπή
- νιπτήρας
- πνίγω
- πνίγω
- Στραγγαλίζω
- καταπίνω
Nearest Words of rein (in)
Definitions and Meaning of rein (in) in English
rein (in)
to limit or control (someone or something), to make (an animal) stop by using reins
FAQs About the word rein (in)
συγκρατώ
to limit or control (someone or something), to make (an animal) stop by using reins
περιέχει,έλεγχος,Πεζοδρόμιο,κρατάω,ρυθμίζω,Αναχαιτίζω,χαλινάρι,έλεγχος,πνίγομαι (πίσω),περιορίζω
χάσει,εκφράζω,απελευθερώνω,χαλαρός,χαλαρώνω,πακέτο,αέρας,Απελευθερώ,εξαερισμός
reimposing => επαναφορά, reimposed => επανέφερε, reimbursements => αποζημιώσεις, reimagining => επανεκτίμηση, reimagine => επανεφεύρω,