Greek Meaning of reimposed
επανέφερε
Other Greek words related to επανέφερε
- εξαναγκασμένος
- εξαναγκαστικός
- επιβεβλημένο
- Επιβληθείσα
- επανεφαρμόστηκε
- αναμεταδόθηκε
- προκάλεσε
- αιμορραγία
- εξαναγκασμένος
- αποκομμένο
- εκβιασμένος
- σκαμμένο
- επιβάλλεται
- αμέλξε
- τιμωρηθείς
- σετ
- συμπιεσμένο
- φορολογείται
- εκτιμηθεί
- φορτισμένος
- ελλιμενισμένο
- εκτελείται
- πρόστιμο
- κουρεμένος
- τοποθετημένο
- τιμωρήσει
- βάζω
- δόνηση
- γδαρμένος
- wrest
- στίβω
Nearest Words of reimposed
Definitions and Meaning of reimposed in English
reimposed
to impose (something) again
FAQs About the word reimposed
επανέφερε
to impose (something) again
εξαναγκασμένος,εξαναγκαστικός,επιβεβλημένο,Επιβληθείσα,επανεφαρμόστηκε,αναμεταδόθηκε,προκάλεσε,αιμορραγία,εξαναγκασμένος,αποκομμένο
μειώθηκε,ελαττωμένος,λιγότερο,κυκλοφόρησε,εστάλη,συγχωρούμενος,συγχώρεσε,συγχωρέθηκε,Αντιληπτό,γυάλισε (πάνω από)
reimbursements => αποζημιώσεις, reimagining => επανεκτίμηση, reimagine => επανεφεύρω, reigns => βασιλεύει, reigniting => ανάφλεξη,