Greek Meaning of mulcted
τιμωρήσει
Other Greek words related to τιμωρήσει
- ρυθμός
- Απατημένος
- εξαπατημένος
- έσπευσε
- μαδημένο
- βιδωμένο
- κολλημένος
- τσιμπημένος
- ξεγελώ
- συμπιεσμένο
- εξαπατήθηκε
- προδομένος/η
- Απατεώνας
- αιμορραγία
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- κορόιδεψα
- εξαπατημένη
- έκανε
- εκμεταλλευμένος
- εκβιασμένος
- βιολί
- κουρεμένος
- εξαπατημένος
- αρπάζουν
- Διευρυμένος
- καμπύλη
- γδαρμένος
- απάτη
- Αυταπατώμενος
- θύμα
- διαστρεμμένο
- εξαπατηθείς
- έκανε σε
- εξαπάτησε
- ξεγέλασα
- Ξεγελαμένος
- έριξα νερό
- κουτσός
- Ξεγελάστηκα
- δόνηση
- αδικημένος
- βραχυκυκλωμένος
- Μεθυσμένος
- άκαμπτος
- ξεγελασμένοι
- Μπερδεμένος
- ψαλιδισμένο
- Εξαπατημένος
- σκαμμένο
- εξαπατημένος
- αμέλξε
- χαραγμένο
- βρεγμένος
- wrest
- στίβω
- Γκρίνιαζε
- Διπλή προδοσία
- Υπερφορτωμένος
- παγιδευμένος (σε)
- Πούλησε ένα λογαριασμό εμπορευμάτων σε
- Έκανε μια βόλτα
- το πήγε στο καθαριστήριο
Nearest Words of mulcted
Definitions and Meaning of mulcted in English
mulcted (imp. & p. p.)
of Mulct
FAQs About the word mulcted
τιμωρήσει
of Mulct
ρυθμός,Απατημένος,εξαπατημένος,έσπευσε,μαδημένο,βιδωμένο,κολλημένος,τσιμπημένος,ξεγελώ,συμπιεσμένο
No antonyms found.
mulctary => πρόστιμο, mulct => πρόστιμο, mulching => κάλυψη εδάφους, mulched => σπασμένο, mulch => Τρίμμα,