Greek Meaning of milked

αμέλξε

Other Greek words related to αμέλξε

Definitions and Meaning of milked in English

Webster

milked (imp. & p. p.)

of Milk

FAQs About the word milked

αμέλξε

of Milk

κακοποιημένος,εκμεταλλευμένος,μόχλευση,χειραγωγημένος,χρησιμοποιημένο,εκμεταλλευόμενος (σε),εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία),Απατημένος,Επιβλημένος (σε ή σε),κακοποιημένος

No antonyms found.

milkcap => Αγαρικάγαλακτου, milk whey => ορός γάλακτος, milk wagon => Γαλατάδικο, milk vetch => Βικία, milk tooth => Γαλακτοδόντι,