Greek Meaning of milkiness
γαλακτωματικότητα
Other Greek words related to γαλακτωματικότητα
Nearest Words of milkiness
Definitions and Meaning of milkiness in English
milkiness (n.)
State or quality of being milky.
FAQs About the word milkiness
γαλακτωματικότητα
State or quality of being milky.
Ομίχλη,Θολότητα,Θολούρα,θολότητα,νεφοσκεπής,αδιαφάνεια,αδιαφάνεια,θολούρα
φωτεινότητα,σαφήνεια,σαφήνεια,διαύγεια,διαφάνεια,φωτεινότητα,Διαφάνεια,διαφάνεια,διαφάνεια,Λάμψη
milkily => γαλακτώδες, milkful => γαλακτώδης, milker => αρμεκτής, milken => Μίλκεν, milked => αμέλξε,