Greek Meaning of milking
άρμεγμα
Other Greek words related to άρμεγμα
- προσβλητικός
- εκμετάλλευση
- μόχλευση
- χειραγώγηση
- χρησιμοποιώντας
- κεφαλαιοποίηση (επί)
- Αναλήψεις μετρητών (σε)
- εξαπάτηση
- επιβάλλω (σε ή σε)
- μαστροπεία
- παίζοντας (σε ή πάνω σε)
- Εμπορεύεται σε
- Περπάτημα
- λειτουργική
- αιμορραγία
- εμπορευματοποίηση
- εμπορευματοποίηση
- κούρεμα
- περιφέρομαι
- κακοποιών
- υπερφόρτωση
- δέρμα
- μούλιασμα
- κολλώδης
Nearest Words of milking
Definitions and Meaning of milking in English
milking (p. pr. & vb. n.)
of Milk
FAQs About the word milking
άρμεγμα
of Milk
προσβλητικός,εκμετάλλευση,μόχλευση,χειραγώγηση,χρησιμοποιώντας,κεφαλαιοποίηση (επί),Αναλήψεις μετρητών (σε),εξαπάτηση,επιβάλλω (σε ή σε),μαστροπεία
No antonyms found.
milkiness => γαλακτωματικότητα, milkily => γαλακτώδες, milkful => γαλακτώδης, milker => αρμεκτής, milken => Μίλκεν,