Greek Meaning of cashing in (on)
Αναλήψεις μετρητών (σε)
Other Greek words related to Αναλήψεις μετρητών (σε)
Nearest Words of cashing in (on)
- cashiered => απολυμένος
- cashed in (on) => εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)
- cash in (on) => εκμεταλλεύομαι
- casettes => κασέτες
- casette => κασέτα
- cases => περιπτώσεις
- case-hardening => επιφανειακή σκλήρυνση
- case-harden => Επιφανειακή σκλήρυνση
- casebooks => Συλλογές υποθέσεων
- case studies => μελέτες περίπτωσης
Definitions and Meaning of cashing in (on) in English
cashing in (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word cashing in (on)
Αναλήψεις μετρητών (σε)
προσβλητικός,κεφαλαιοποίηση (επί),εκμετάλλευση,επιβάλλω (σε ή σε),μόχλευση,χειραγώγηση,παίζοντας (σε ή πάνω σε),Εμπορεύεται σε,χρησιμοποιώντας,Περπάτημα
No antonyms found.
cashiered => απολυμένος, cashed in (on) => εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία), cash in (on) => εκμεταλλεύομαι, casettes => κασέτες, casette => κασέτα,