Greek Meaning of exploiting
εκμετάλλευση
Other Greek words related to εκμετάλλευση
- προσβλητικός
- μόχλευση
- χειραγώγηση
- χρησιμοποιώντας
- κεφαλαιοποίηση (επί)
- Αναλήψεις μετρητών (σε)
- εξαπάτηση
- επιβάλλω (σε ή σε)
- άρμεγμα
- κακοποιών
- μαστροπεία
- παίζοντας (σε ή πάνω σε)
- Εμπορεύεται σε
- Περπάτημα
- λειτουργική
- αιμορραγία
- εμπορευματοποίηση
- εμπορευματοποίηση
- κούρεμα
- περιφέρομαι
- υπερφόρτωση
- δέρμα
- μούλιασμα
- κολλώδης
Nearest Words of exploiting
Definitions and Meaning of exploiting in English
exploiting
to get value or use from, to make use of meanly or unfairly for one's own advantage, a brave or daring act, to make productive use of, a notable, memorable, or heroic act, to make use of unfairly for one's own advantage, deed, act
FAQs About the word exploiting
εκμετάλλευση
to get value or use from, to make use of meanly or unfairly for one's own advantage, a brave or daring act, to make productive use of, a notable, memorable, or
προσβλητικός,μόχλευση,χειραγώγηση,χρησιμοποιώντας,κεφαλαιοποίηση (επί),Αναλήψεις μετρητών (σε),εξαπάτηση,επιβάλλω (σε ή σε),άρμεγμα,κακοποιών
αγνοώντας,παραμελώ,κατάχρηση,παρανοώντας
exploitable => εκμεταλλεύσιμος, explications => επεξηγήσεις, expletives => βρισιές, explanations => εξηγήσεις, explains => εξηγεί,