Greek Meaning of using

χρησιμοποιώντας

Other Greek words related to χρησιμοποιώντας

Definitions and Meaning of using in English

Wordnet

using (n)

an act that exploits or victimizes someone (treats them unfairly)

Webster

using (p. pr. & vb. n.)

of Use

FAQs About the word using

χρησιμοποιώντας

an act that exploits or victimizes someone (treats them unfairly)of Use

υποβάλλων αίτηση,απασχολούν,εκμετάλλευση,εκμετάλλευση,χρησιμοποιώντας,αντλώντας από,αντλώντας από,εξασκούμενος,αξιοποιώντας,λειτουργική

αγνοώντας,παραμελώ,κατάχρηση,παρανοώντας

ushership => Συνοδεία, usherless => χωρίς θυρωρούς, ushering in => σημαίνοντας την αρχή, ushering => Υποδοχή, usherette => συνοδός,