Greek Meaning of using up

χρησιμοποιώντας

Other Greek words related to χρησιμοποιώντας

Definitions and Meaning of using up in English

Wordnet

using up (n)

the act of consuming something

FAQs About the word using up

χρησιμοποιώντας

the act of consuming something

απορροφητικός,καίγοντας,καταναλωτικός,αποστράγγιση,εξαντλητικός,μειώνοντας,δαπάνες,χρησιμοποιώντας,Σχέδιο,παίζοντας

επιβολή,αυξανόμενο,ανανέωση,αντικαθιστώντας,αυξανόμενος,διευρύνων,ανοικοδόμηση,επισκευή,Αποκατάσταση,αναβιωτικό

using => χρησιμοποιώντας, ushership => Συνοδεία, usherless => χωρίς θυρωρούς, ushering in => σημαίνοντας την αρχή, ushering => Υποδοχή,