FAQs About the word cleaning (out)

καθαρισμός

to remove unwanted things from (a room, closet, etc.), to steal or take everything from (someone or something), to use up all or most of the money of (someone)

εξαπάτηση,Απάτη,αποψίλωση,δίνω λιγότερα ρέστα,χρεωκοπία,επίπλωση,εξαθλιωτικός,απόσυρση,πενθών,στερητικός

No antonyms found.

cleaning (off) => καθαρισμός (από), cleanhanded => καθαρός, cleaned (up) => καθαρισμένος, cleaned (out) => καθαρισμένος, clean (up) => καθαρίζω (πάνω),