Greek Meaning of cleanhanded

καθαρός

Other Greek words related to καθαρός

Definitions and Meaning of cleanhanded in English

cleanhanded

innocent of wrongdoing

FAQs About the word cleanhanded

καθαρός

innocent of wrongdoing

άμεμπτος,άψογος,Άμεμπτος,καθαρός,αθώος,σαφής,ξεκαθαρισμένο,ηθικός,αθώος,αθώος

κατηγορούμενος,ένοχος,ένοχος,τιμωρητέος,χρεωστικός,κατηγορητέος,άξιος μομφής,καταδικασμένος,καταδικασμένος,υπόλογο

cleaned (up) => καθαρισμένος, cleaned (out) => καθαρισμένος, clean (up) => καθαρίζω (πάνω), clean (out) => καθαρό (έξω), clean (off) => Καθαρίζω (μακριά),