Greek Meaning of faultless
άψογος
Other Greek words related to άψογος
- άριστος
- άψογος
- ιδανικός
- άμωμος
- τέλειο
- θαυμάσιος
- απόλυτος
- κλασικός
- Εξαιρετικός.
- μεγάλος, καταπληκτικός
- Άμεμπτος
- άψογος
- Ακριβής
- θαυμαστός
- τελειοποιημένος
- Εικονογραφημένο βιβλίο
- γυαλισμένο
- πρώτος αριθμός
- απρόσκοπτα
- φοβερός
- Άψογος
- Εικόνα του τέλειου
- ακριβής
- Αεροστεγής
- αλεξίσφαιρος
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- Σωστό
- νταντής
- ολόκληρος
- ακριβές
- ειδικός
- καταπληκτικός
- φανταχτερός
- καλό
- τελειωμένος
- πρώτη θέση
- πρώτης τάξεως
- Μεγάλος
- υψηλής ποιότητας
- αλάθητος
- Αλάθητος
- ανέπαφος
- θαυμάσιος
- αριστοτεχνικά
- μέντα
- ακριβής
- ιδιαίτερος
- ανώτερος
- υπερθετικός
- κορυφαίο
- κορυφαίος
- Άθικτος
- αλάθητος
- αξιόπιστος
- αβλαβής
- αλώβητος
- άθικτος
- ανέγγιχτος
- απαράμιλλος
- ολόκληρος
- εσφαλμένος
- κακός
- ελαττωματικός
- ανεπαρκής
- ελαττωματικός
- ελαττωματικό
- ατελής
- ανεπαρκής
- ατελής
- Ανεπαρκής
- θέλοντας
- Φρικτός
- σπασμένο
- άξιος μομφής
- κατεστραμμένος
- αλάθητος
- εξασθενημένος
- τραυματισμένος
- παραμορφωμένος
- κακομαθημένος
- ημιτελές
- ακατέργαστος
- λάθος
- κατακριτέος
- μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- παραμορφωμένο
- αποτρόπαιος
- ανακριβής
- ανακριβής
- εσφαλμένος
- Ανεπαρκής
- παραμορφωμένος
- κατεστραμμένο
- ακυρωμένος
Nearest Words of faultless
Definitions and Meaning of faultless in English
faultless (s)
without fault or error
faultless (a.)
Without fault; not defective or imperfect; free from blemish; free from incorrectness, vice, or offense; perfect; as, a faultless poem.
FAQs About the word faultless
άψογος
without fault or errorWithout fault; not defective or imperfect; free from blemish; free from incorrectness, vice, or offense; perfect; as, a faultless poem.
άριστος,άψογος,ιδανικός,άμωμος,τέλειο,θαυμάσιος,απόλυτος,κλασικός,Εξαιρετικός.,μεγάλος, καταπληκτικός
εσφαλμένος,κακός,ελαττωματικός,ανεπαρκής,ελαττωματικός,ελαττωματικό,ατελής,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής
faulting => σφάλμα, faultiness => λάθος, faultily => ελαττωματικά, faultful => ελαττωματικός, fault-finding => εντοπισμός σφάλματος,