Greek Meaning of bulletproof

αλεξίσφαιρος

Other Greek words related to αλεξίσφαιρος

Definitions and Meaning of bulletproof in English

Wordnet

bulletproof (v)

make bulletproof

Wordnet

bulletproof (s)

without flaws or loopholes

not penetrable by bullets

FAQs About the word bulletproof

αλεξίσφαιρος

make bulletproof, without flaws or loopholes, not penetrable by bullets

Θωρακισμένος,απόρθητος,αδάμαστος,ανυπέρβλητος,Ανίκητος,άτρωτος,ανίκητος,ακαταμάχητος,ασταμάτητο,υπερασπίστηκε

υπεύθυνος,ανοιχτό,ευαίσθητος,Ασυνόδευτος,Επικίνδυνος,ευάλωτος,ανυπεράσπιστος,εκτεθειμένο,ανήμπορος,απειλούμενος

bulletin board system => Ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων, bulletin board => Πίνακας ανακοινώσεων, bulletin => δελτίο, bullet-headed => κεφαλή βλήματος, bullethead => σφαίρα,