Greek Meaning of superable

υπερβάσιμο

Other Greek words related to υπερβάσιμο

Definitions and Meaning of superable in English

Wordnet

superable (s)

capable of being surmounted or excelled

FAQs About the word superable

υπερβάσιμο

capable of being surmounted or excelled

υπεύθυνος,ξεπεραστός, υπερβάσιμος,ευαίσθητος,Επικίνδυνος,ευάλωτος,εκτεθειμένο,ανήμπορος,απειλούμενος,απειλούμενος,Ανασφαλής

αλεξίσφαιρος,απόρθητος,αδάμαστος,ανυπέρβλητος,ανυπέρβλητος,Ανίκητος,απαραβίαστος,άτρωτος,ανέγγιχτος,ανίκητος

super heavyweight => Yπερβαρέα κατηγορία, super c => super c, super acid => Υπεροξύ, super => σούπερ, sup => τι κάνεις;,