Greek Meaning of powerless

ανίσχυρος

Other Greek words related to ανίσχυρος

Definitions and Meaning of powerless in English

Wordnet

powerless (a)

lacking power

FAQs About the word powerless

ανίσχυρος

lacking power

ανήμπορος,Παράλυτος,Αδύναμος,ανίκανος,ανίκανος,ανίκανος,παθητικός,ψηλά και στεγνό,Ασθενής,Παράλυτος

ικανός,ικανός,Ικανός,αποτελεσματικός,αποδοτικός,ισχυρός,Δυνατός,ισχυρός,δυνατός,αυταρχικός

powerhouse => Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός, powerfulness => Δύναμη, powerfully => δυναμικά, powerful => ισχυρός, powered => Τροφοδοτούμενος,