Greek Meaning of powerhouse

Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

Other Greek words related to Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

Definitions and Meaning of powerhouse in English

Wordnet

powerhouse (n)

a highly energetic and indefatigable person

a team considered to be the best of its class

an electrical generating station

FAQs About the word powerhouse

Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

a highly energetic and indefatigable person, a team considered to be the best of its class, an electrical generating station

επιτυχημένος,επιχειρηματίας,προχωρήστε,Φιλότιμος,ικανός,Άριστος μαθητής,απατεώνας,Αυτοκινητούμενος,πρόγραμμα εκκίνησης,δράστης

βραδυκίνητος,drone,τεμπέλης,οπισθοδρομικός,τεμπέλης,Ξαπλώστρα,προσομοιωτής,αναβλητικός,κωλοβάρελος,τεμπέλης

powerfulness => Δύναμη, powerfully => δυναμικά, powerful => ισχυρός, powered => Τροφοδοτούμενος, power-driven => κινούμενο με ισχύ,