Greek Meaning of power-driven
κινούμενο με ισχύ
Other Greek words related to κινούμενο με ισχύ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of power-driven
- power-dive => Εφόρμηση
- powerbroker => μεσάζοντας εξουσίας
- powerboat => Σκάφος αναψυχής
- power-assisted steering => Υδραυλικό τιμόνι
- power-assisted => με υδραυλικό τιμόνι
- power worker => Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας
- power walking => γρήγορο βάδισμα
- power user => Ισχυρός χρήστης
- power unit => μονάδα ισχύος
- power trip => Ταξίδι εξουσίας
- powered => Τροφοδοτούμενος
- powerful => ισχυρός
- powerfully => δυναμικά
- powerfulness => Δύναμη
- powerhouse => Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός
- powerless => ανίσχυρος
- powerlessly => ανήμπορα
- powerlessness => ανικανότητα
- power-station worker => Εργαζόμενος σε σταθμό παραγωγής ενέργειας
- powerwash => Πλύσιμο με πίεση
Definitions and Meaning of power-driven in English
power-driven (s)
powered by a motor
FAQs About the word power-driven
κινούμενο με ισχύ
powered by a motor
No synonyms found.
No antonyms found.
power-dive => Εφόρμηση, powerbroker => μεσάζοντας εξουσίας, powerboat => Σκάφος αναψυχής, power-assisted steering => Υδραυλικό τιμόνι, power-assisted => με υδραυλικό τιμόνι,