Greek Meaning of power worker
Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας
Other Greek words related to Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of power worker
- power walking => γρήγορο βάδισμα
- power user => Ισχυρός χρήστης
- power unit => μονάδα ισχύος
- power trip => Ταξίδι εξουσίας
- power train => Κίνηση
- power tool => Ηλεκτρικό εργαλείο
- power takeoff => πρόσληψη ισχύος
- power system => σύστημα ισχύος
- power structure => Δομή εξουσίας
- power steering => υδραυλικό τιμόνι
Definitions and Meaning of power worker in English
power worker (n)
a worker at a power station
FAQs About the word power worker
Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας
a worker at a power station
No synonyms found.
No antonyms found.
power walking => γρήγορο βάδισμα, power user => Ισχυρός χρήστης, power unit => μονάδα ισχύος, power trip => Ταξίδι εξουσίας, power train => Κίνηση,