FAQs About the word power worker

Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας

a worker at a power station

No synonyms found.

No antonyms found.

power walking => γρήγορο βάδισμα, power user => Ισχυρός χρήστης, power unit => μονάδα ισχύος, power trip => Ταξίδι εξουσίας, power train => Κίνηση,