Greek Meaning of power walking
γρήγορο βάδισμα
Other Greek words related to γρήγορο βάδισμα
- πλανόδιος
- κινητικός
- βάση
- Τρέξιμο (με τα πόδια)
- Λεγκινγκς (it)
- γέμιση
- Περίπατος
- σκαλοπάτι
- έξοδος
- βολτάροντας
- τρέχω
- πατώντας
- Περπάτημα
- πλανόδιος
- συσσωμάτωση
- Πεζοπορία
- πορεία
- βραδέως
- ρυθμός
- περιπλανώμενος
- περιπλάνηση
- πατώντας
- διασκελίζω
- εκπληκτικά
- περιπλάνηση
- πατώντας
- πεζοπορία
- παρελάζω
- βηματισμός
- με τα πόδια
- Κούτσαινε
- κουτσός
- κιμάς
- παρελάζω
- περιπλανώμενος
- αργός
- πrance
- περπατώντας
- βεβαιολογώ
- στις μύτες των ποδιών
- πατώντας
Nearest Words of power walking
- power user => Ισχυρός χρήστης
- power unit => μονάδα ισχύος
- power trip => Ταξίδι εξουσίας
- power train => Κίνηση
- power tool => Ηλεκτρικό εργαλείο
- power takeoff => πρόσληψη ισχύος
- power system => σύστημα ισχύος
- power structure => Δομή εξουσίας
- power steering => υδραυλικό τιμόνι
- power station => Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
- power worker => Εργαζόμενος στον τομέα της ενέργειας
- power-assisted => με υδραυλικό τιμόνι
- power-assisted steering => Υδραυλικό τιμόνι
- powerboat => Σκάφος αναψυχής
- powerbroker => μεσάζοντας εξουσίας
- power-dive => Εφόρμηση
- power-driven => κινούμενο με ισχύ
- powered => Τροφοδοτούμενος
- powerful => ισχυρός
- powerfully => δυναμικά
Definitions and Meaning of power walking in English
power walking (n)
a form of cardiopulmonary exercise consisting of rapid walking accompanied by vigorous swinging of the arms
FAQs About the word power walking
γρήγορο βάδισμα
a form of cardiopulmonary exercise consisting of rapid walking accompanied by vigorous swinging of the arms
πλανόδιος,κινητικός,βάση,Τρέξιμο (με τα πόδια),Λεγκινγκς (it),γέμιση,Περίπατος,σκαλοπάτι,έξοδος,βολτάροντας
No antonyms found.
power user => Ισχυρός χρήστης, power unit => μονάδα ισχύος, power trip => Ταξίδι εξουσίας, power train => Κίνηση, power tool => Ηλεκτρικό εργαλείο,