Greek Meaning of clumping
συσσωμάτωση
Other Greek words related to συσσωμάτωση
Nearest Words of clumping
Definitions and Meaning of clumping in English
clumping (n)
the sound of a horse's hoofs hitting on a hard surface
FAQs About the word clumping
συσσωμάτωση
the sound of a horse's hoofs hitting on a hard surface
συσσωμάτωση,δεσμός,συνοχή,προσκόλληση,προσκόλληση,προσκολλάω,συνοχή,επιμονή, εμμονή,προσφυτικότητα,συνημμένο αρχείο
μη κολλητικό
clumper => συσσωματωτής, clump => συστάδα, clumber spaniel => Κλάμπερ σπάνιελ, clumber => κλάμπερ, clum => κλομπ,