FAQs About the word clung

προσκολλήθηκε

of Cling, imp. & p. p. of Cling., Wasted away; shrunken.

προσκολλημένο,κολλημένος,κολλημένος,σχισμένο,σκαλισμένο,δεμένος,Γαρύφαλλο,συνεκτικός,στερεωμένο,λειωμένος

έπεσε,έπεσε,χαλαρός

clumsy person => Αδέξιο άτομο, clumsy => αδέξιος, clumsiness => αδεξιότητα, clumsily => αδέξια, clumpy => σβολιασμένος,