Greek Meaning of loosened

χαλαρός

Other Greek words related to χαλαρός

Definitions and Meaning of loosened in English

Wordnet

loosened (s)

straightened out

Webster

loosened (imp. & p. p.)

of Loosen

FAQs About the word loosened

χαλαρός

straightened outof Loosen

αποσπασμένος,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,Ατελείωτος,Ανασφαλής,χαλαρός,χαλάρωσε,ανασφάλιστο,Αδεσμευτος

συγκρατημένος,σφιχτός,τεταμένος,σφιχτός,Επισυναπτόμενος,δεμένος,περιορισμένος,στερεός,δεμένος,γρήγορος

loosen up => χαλάρωσε, loosen => χαλαρώνω, loosely knit => χαλαρά πλεγμένο, loosely => χαλαρά, loose-leaf lettuce => χαλαρά φύλλα μαρουλιού,