Greek Meaning of detached
αποσπασμένος
Other Greek words related to αποσπασμένος
- κρύος
- κουλ
- μακρινό
- ξηρός
- κρατημένος
- αποσυρμένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- Ακοινωνικός
- κουμπωμένο
- κλινικός
- Ψυχρός στα μάτια
- παγωμένος
- σκληρός
- Εσωστρεφής
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- απομακρυσμένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- αδιέξοδο
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- άκαμπτος
- ακοινώνητος
- Ασύλλογος
- αδιάφορος
- κλίκας
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- απρόσωπος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Μισάνθρωπος
- ασυγκοινώνητος
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- αντικοινωνικός
- Κλίκα
Nearest Words of detached
- detachable => αποσπώμενος
- detach => διαχωρίζω
- desyrel => Desyrel
- desynonymize => αποσυνωνυμοποιώ
- desynonymization => αποσυνώνυμοποίηση
- desynchronizing => Μη συγχρονισμένος
- desynchronize => ασυγχρονισμός
- desynchronization => Ασυγχρονισμός
- desynchronise => αποσυγχρονίζω
- desynchronisation => Ασυγχρονισμός
- detached house => Μονοκατοικία
- detached retina => Αποκόλληση αμφιβληστροειδή
- detaching => αποσπώντας
- detachment => Απόσπαση
- detachment of the retina => Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
- detail => λεπτομέρεια
- detail file => αρχείο λεπτομερειών
- detailed => λεπτομερής
- detailer => λεπτομέρειας
- detailing => λεπτομερής
Definitions and Meaning of detached in English
detached (s)
showing lack of emotional involvement
being or feeling set or kept apart from others
no longer connected or joined
lacking affection or warm feeling
not fixed in position
detached (a)
used of buildings; standing apart from others
detached (imp. & p. p.)
of Detach
detached (a.)
Separate; unconnected, or imperfectly connected; as, detached parcels.
FAQs About the word detached
αποσπασμένος
showing lack of emotional involvement, being or feeling set or kept apart from others, no longer connected or joined, used of buildings; standing apart from oth
κρύος,κουλ,μακρινό,ξηρός,κρατημένος,αποσυρμένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κουμπωμένο
φιλικός,Φιλικός,φιλικός,εκτατικός,εξωστρεφής,φιλικός,εξωστρεφής,κοινωνικός,ζεστός,Φιλικός
detachable => αποσπώμενος, detach => διαχωρίζω, desyrel => Desyrel, desynonymize => αποσυνωνυμοποιώ, desynonymization => αποσυνώνυμοποίηση,